-
1 τριμηνία
[триминиа] ουσ. Θ. квартал (года),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριμηνία
-
2 квартал
квартал м 1) (часть города) το τετράγωνο 2) (четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο* * *м1) ( часть города) το τετράγωνο2) ( четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο -
3 квартал
кварталм1. (часть города) ἡ συνοικία, ἡ γειτονιά·2. (четверть года) τό τρίμηνο, ἡ τριμηνία:по\кварталам τριμηνιαίος, κατά τριμηνίαν. -
4 квартал
-а α.1. τρίμηνο, τριμηνία.2. συνοικία, γειτονιά• τετράγωνο.3. παλ. αστυνομικό τμήμα.4. τετράγωνο (δάσους, αμπελώνα κ.τ.τ.). -
5 пшеница
-ы θ.σιτάρι, σίτος: озимая σιτάρι φθινοπωρινής σποράς•яровая пшеница σιτάρι ανοιξιάτικης σποράς (διμήνια, τριμηνία).
См. также в других словарях:
τριμηνία — η 1. χρονικό διάστημα τριών μηνών, το τρίμηνο. 2. μίσθωμα ή αμοιβή που αντιστοιχεί σε μία τριμηνία: Έδωσα προκαταβολή μιατριμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριμηνία — η, ΝΑ [τρίμηνος] χρονική περίοδος τριών μηνών νεοελλ. μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες, που αποτελείται από τρεις μήνες: Τρίμηνη άδεια. 2. αυτός που γίνεται στην τριμηνία: Τρίμηνη επιθεώρηση. 3. το ουδ. ως ουσ., τρίμηνο, το η τριμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
triminie — triminíe, triminíi, s.f. (înv.) trimestru. Trimis de blaurb, 15.03.2007. Sursa: DAR triminíe ( íi), s.f. – Trimestru. ngr. τριμηνία (Tiktin). sec. XIX, înv. Trimis de blaurb, 02.04.2009. Sursa: DER … Dicționar Român